- αντέφεση
- ηένδικο μέσο με το οποίο αυτός που πρωτόδικα κέρδισε μπορεί να προσβάλει την απόφαση, αν ο αντίδικός του έκαμε εναντίον της έφεση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αντέφεση — η η έφεση που ασκείται ως άμυνα μαζί και επίθεση κατά της έφεσης που ασκήθηκε από τον αντίδικο … Dictionary of Greek
έφεση — Ένδικο μέσο που αποβλέπει στην επίτευξη νέας εξέτασης μιας υπόθεσης και συνεπώς νέας απόφασης, από μέρους ενός δικαστή, ιεραρχικά ανώτερου από εκείνον που είχε εκδώσει την πρώτη απόφαση. Ο όρος έ. ανάγεται στο αρχαίο αττικό δίκαιο και συνδέεται… … Dictionary of Greek